ἀδιάκριτος

ἀδιάκριτος
ἀ-διά-κριτος, nicht unter- oder entschieden: ununterscheidbar; undeutlich; unentschieden, Jacob. 3, 17

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀδιάκριτος — undistinguishable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος …   Dictionary of Greek

  • αδιάκριτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διακρίνεται, δε φαίνεται: Τα μικρόβια είναι αδιάκριτα με γυμνό μάτι. 2. αυτός που δεν έχει καλή συμπεριφορά, διακριτικότητα, ο ανάγωγος: Οι ερωτήσεις που έκανε ήταν πολύ αδιάκριτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιακριτώτερον — ἀδιάκριτος undistinguishable masc acc comp sg ἀδιάκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc comp sg ἀδιάκριτος undistinguishable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακρίτως — ἀδιάκριτος undistinguishable adverbial ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάκριτον — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc sg ἀδιάκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακρίτοις — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακρίτου — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακρίτους — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακρίτων — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακρίτῳ — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”